Το ξεχασμένο έγκλημα σε χωριό των Τρικάλων, όπου ένας άνδρας σκότωσε τη μάνα, τη γυναίκα του και άλλους 6 ανθρώπους,
Εννιά άνθρωποι πέθαναν συνολικά μέσα σε λίγα λεπτά, και όμως αυτό το μακελειό παραμένει εν πολλοίς άγνωστο στη χώρα μας.
Εγκλήματα, λιγότερο άγρια και με πολύ λιγότερα θύματα έχουν γνωρίσει περισσότερη δημοσιότητα από ό, τι αυτή η τραγωδία στο χωριό στο Παλαιομονάστηρο Τρικάλων, στις 28 Ιουνίου 1981. Και ο λόγος παραμένει άγνωστος.
Δράστης και θύμα ένας άρρωστος άνθρωπος, ένας 48χρονος πατέρας, ο οποίος κατά το παρελθόν είχε διαγνωσθεί με ψυχική νόσο από κρατικές υπηρεσίες και είχε νοσηλευθεί. Εκείνες τις μέρες ήταν με την οικογένειά του.
Λίγες ώρες πριν αιματοκυλήσει το χωριό, έπαιζε χαρτιά σε καφενείο της πλατείας με φίλους του. Έφυγε από εκεί γύρω στις 22.00. Μόλις έφτασε σπίτι του, επέλεξε να ξαπλώσει για μερικές ώρες.
Στη συνέχεια σηκώθηκε και ξαφνικά είπε στη γυναίκα του “δώσε μου το καλό παντελόνι και το πουκάμισο με τα αστέρια γιατί απόψε θα σκοτωθώ”. Της είπε να πάρει τα δυο παιδιά της και να φύγει. Βάζει φωτιά στα υπόλοιπα ρούχα του και μέσα σε λίγα λεπτά η κατάστασή βγαίνει εκτός ελέγχου. Παίρνει μία καραμπίνα, δώρο μιας ξαδέρφης του από τον Καναδά, και βγαίνει στο μικρό δρόμο έξω απ’ το σπίτι του.
Η μάνα του θα προσπαθήσει να τον ηρεμήσει, καταλαβαίνει ότι ο γιος της βρίσκεται σε κρίση. Αλλά είναι μάταιο. Πρώτα θα σκοτώσει τον 67χρονο πατέρα του και μετά θα πυροβολήσει κι εκείνη. Δεν θα πεθάνει αμέσως, θα ξεψυχήσει αργότερα στο νοσοκομείο.
Η γυναίκα του έχει φύγει και έντρομη ψάχνει τηλέφωνο για να καλέσει την αστυνομία. Εκείνος σε κατάσταση αμόκ πηγαίνει στο διπλανό σπίτι όπου έμεναν ο παππούς και η γιαγιά του, 86 και 78 ετών, και θα τους εκτελέσει εν ψυχρώ. Όπως όλα δείχνουν, δεν τους αναγνώρισε καν. Είναι εκτός ελέγχου, δυστυχώς η ψυχική ασθένεια τον έχει καταβάλει.
Στη συνέχεια βγήκε ξανά στο χωριό και πυροβολούσε αδιακρίτως κατά πάντων. Ένας 67χρονος θείος του μαζί με την 57χρονη γυναίκα του, θα προσπαθήσουν να τον σταματήσουν με τα λόγια. Θα πέσουν νεκροί. Το ίδιο και ένας 69χρονος γείτονας που θα προσπαθήσε να τον ηρεμήσει και να του πάρει το όπλο.
Ο 48χρονος εκτός εαυτού θα σταθεί έξω απ’ το σπίτι του κουμπάρου του. Στην αυλή θα δει τη γυναίκα του. “Τι δουλειά έχεις εσύ στο σπίτι του κουμπάρου; Εδώ στεφανώθηκες;”, θα της πει και πριν προλάβει να του απαντήσει το οτιδήποτε θα πέσει νεκρή. Η 44χρονη σύντροφός του θα είναι και το τελευταίο του θύμα, πριν στρέψει την σκανδάλη στον εαυτό του. Και αυτή η στιγμή δεν θα αργήσει πολύ.
Θα επιστρέψει στο σπίτι του και θα βρει τα δυο παιδιά του, μόλις 10 και 12 ετών τρομοκρατημένα. “Πατέρα, μην σκοτώσεις κι εμάς… Μη μας σκοτώσεις”, θα του πουν σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, μάλλον μελοδραματοποιώντας τον διάλογο όπως συνήθιζαν τότε. Κανείς δεν ξέρει τι συνέβη εκείνη τη στιγμή, αν τα αναγνώρισε, αν για μια στιγμή το μυαλό του μπόρεσε να αντιληφθεί καθαρά τι συνέβαινε. Δεν θα τα πειράξει.
Λίγα λεπτά αργότερα θα βάλει τέλος στη ζωή του. Συνολικά εκείνο το βράδυ έριξε 15 σφαίρες και σκότωσε εννιά ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι λίγες εβδομάδες μετά, δικαστική απόφαση όριζε να επιστραφεί στα δύο ανήλικα παιδιά του, η καραμπίνα με την οποία ο πατέρας τους είχε σκοτώσει αιματοκυλήσει το χωριό. Αυτό συνέβη με σκοπό να τη βγει σε πλειστηριασμό, προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για την οικονομική ενίσχυση των παιδιών.