Ακόμη και εγώ, όταν το συλλογιέμαι καμιά φορά. όταν μιλάω με τα παιδιά και με τ’ αγγόνια μου, σαστίζω.
Άμα στα πω το όσα ζήσαμε, ούτε που θα με πιστέψεις.
Αφού όμως θες να μάθεις, άκουσέ με…
Από νωρίς μέχρι αργά τη νύχτα πόσες δουλειές, βαριές δουλειές, δεν κάναμε… Κι έπειτα εγώ, και σαν εμένα πόσες ζήσαμε το κάψιμο του χωριού, το ξεριζωμό. Εκεί να δεις ζωή, και ο σεισμός μετά με βρήκε με δύο μικρά στην αγκαλιά. Ζυμωθήκαμε τότε όλες μας με την απελπισία.
Θέλεις να μάθεις… Και εγώ θέλω να μάθω.
Ξέρεις τι δεν καταλαβαίνω με σας τις νέες, σήμερα; Το γιατί παραπονιέστε;
Γιατί λέτε πως κουράζεστε; Κούραση!
Υπάρχει σήμερα κούραση στα σπιτικά σας; Με τόσες ευκολίες;
Νιώθει καμιά σας, είμαι περίεργη να μάθω, εκείνη την κούραση που πλάκωνε τη μάνα μου σαν πέτρα;Τότε που καθετί περνούσε από τα δύο της χέρια; Τι να σου πρωτοθυμηθώ! Το κουβάλημα του νερού από τη βρύση, τα κλαρούδια για τα ζωντανά, τη μπουγάδα και το σίδερο με το κάρβουνο, ή τις γέννες, τη μια μετά την άλλη! Το τσούρμο τα παιδιά να πλύνεις, να ταΐσεις, να μπαλώσεις! Τους γέρους να κοιτάξεις μ’ όλες τους τις παραξενιές! Αλλά και τις ολονυχτίες στην εκκλησιά, τις προετοιμασίες για κάθε μας λύπη και χαρά. Και τη δουλειά δίπλα, στον άντρα, στις ελιές και στο αμπέλι;
Σήμερα, εσείς οι περισσότερες έχετε πια ξεφύγει από τη δίκιά μας τη ζωή. Τώρα, λοιπόν, ότι και να σου πω δεν μπορείς να το νιώσεις, γιατί άκου να δεις…
Η μάνα μου ξυπνούσε μόλις που χάραζε. Έριχνε βιαστικά λίγο νερό στο πρόσωπό της, περνούσε μια χτένα στα ολόισια μαλλιά και τα σήκωνε ψηλά με κάτι μεγάλες κοκάλινες φουρκέτες, θαρρώ πως τηνε βλέπω μπροστά μου, κι έβαζε το μπρίκι να φτιάξει καφέ για τον πατέρα. Εκείνος το ζήταγε αυτό. Δεν ήθελε να πίνει καφέ στο καφενείο παρέα με τους άλλους. Ήθελε τη συντροφιά της. Και κει, στην κουζίνα, τους έβλεπα για λίγο καθισμένους μαζί στο τραπέζι. Μιλούσαν χαμηλόφωνα να μην ξυπνήσουν τα μικρά. Είμασταν, βλέπεις πέντε. Ύστερα εκείνος έφευγε, καβάλα στο ζώο πήγαινε στα κτήματα κι έλειπε όλη μέρα.
Σαν έμενε μονάχη, η πρώτη δουλειά της μάνας ήταν ν’ αρμέξει τα πράματα, να στραγγίσει το γάλα, να κρεμάσει τις κλάρες για να τρώνε οι γίδες και να βάλει πίτουρο, τριφύλλι ή κριθάρι για τα ζωντανά. Έβγαζε τις κότες από το κατώι και τις πήγαινε στον τζάκο.
Ύστερα έβραζε το γάλα, χώριζε όσο ήθελε για να φτιάξει τυρί, και πήγαινε στη βρύση για νερό. Κουβαλούσε το ντυστί και δυο κανάτια ή το γκιούμι γεμάτο, Ατέλειωτο μου φαινόταν τότε αυτό το πήγαιν’ έλα στη βρύση… Ανεβοκατέβαινε το καλντερίμι, φορώντας τα τσόκαρα τα ξύλινα ή τις παντόφλες από καουτσούκ που όλο και της έφευγαν στο δρόμο. Τι κούραση αυτή!
Και στο σπίτι θέλαμε κοντά πολύ νερό, Δεν ήταν μόνο η λάτρα στην κουζίνα, ήταν το σφουγγάρισμα και το λουτρό, τα ζωντανά που θέλανε να πιουν. Ήταν και τα λουλούδια. Όλοι αυτοί οι ντενεκέδες, βαμμένοι κόκκινοι, που στόλιζαν την αυλή μας θέλανε πότισμα το καλοκαίρι κάθε μέρα. Και οι πλάκες στην αυλή, έπρεπε και αυτές ν’ αστράφτουν. Χαιρόταν όμως να τα βλέπει η μητέρα καθαρά και ολάνθιστα. Ποτέ μου δεν την άκουσα να παραπονεθεί για το κουβάλημα. Αλλά σαν μεγάλωσε ο αδελφός μου, ο πατέρας τον έστελνε μαζί της πια στη βρύση, πριν φύγει για το σχολείο. Να τηνε βοηθάει λίγο. Αργότερα πήγαινα και ’ γω από κοντά.
Άλλο μεγάλο βάσανο παλιά ήτανε και οι ψύλλοι και οι κοριοί.
Όσο κι αν όλα στο σπίτι άστραφταν από καθαριότητα, πάντα και κάπου θα τρύπωναν αυτοί. Δεν είχαμε τότε βλέπεις φάρμακα για να ψεκάσουμε τους στάβλους και να τα διώξουμε τα ζωύφια, κι έτσι ασβεστώναμε συχνά τους τοίχους, αλείβαμε τα σανιδένια τα πατώματα με το πετρέλαιο, ζεματίζαμε τα μιντέρια και ανοίγαμε τα μπαούλα για να τινάξουμε τα στρωσίδια και τα ρούχα μας. Ώρες δουλειά κοπιαστική. Και το στρώματα με τα καλαμποκόφυλλα θέλαν κι αυτά το χρόνο μια φορά άνοιγμα, πλύσιμο, τιναγμό και ξαναγέμισμα. Φέρναμε τότε τα φύλλα από τη Μπούφο με τα ζώα, Αλλά τι χαρά, όταν ξαπλώναμε στο φουσκωμένο στρώμα.
Όλα, κορίτσι μου, είχανε τότε κόπο, θυμάμαι την μπουγάδα που βάζαμε.
Εσείς σήμερα πατάτε ένα κουμπί. Τότε η μάνα μου έπλενε στο χέρι στοίβες τα ρούχα. Αμέτρητα σεντόνια και προσόψια, μαξιλάρες, πουκάμισο και αλλαξιές. Τότε, όταν δεχόμασταν στο σπίτι, η μάνα πάντα έστρωνε ότι άμορφο είχε στην προίκα της, κι όλα ήταν πάντοτε φρεσκοπλυμένα και μοσχομυρίζανε. Σήμερα η νύφη μου βάζει τα νάυλον, κι ας της έχω φτιαγμένα τόσα. Είναι, δε λέω λέω, βολικό, αλλά χάθηκε η αρχοντιά.
‘Ήθελε κόπο για να πλυθούν και να σιδερωθούν τα ρούχα, μα χαλάλι. Εμείς, μια μέρα πριν, φέρναμε το νερό από τη βρύση, για να γεμίσουν τα καζάνια και το βαρέλι για το ξέβγαλμα, κόβαμε και κλαρούδια μπόλικα για τη φωτιά, να ‘χει νερό καυτό. Συχνά οι γειτόνισσες πηγαίνανε παρέα να πλύνουν στη βρύση και περνάνε μαζί κι όλα τα πιτσιρίκια, για να μη μείνουν μοναχά και γίνουν σκανταλιές.
Φεύγαμε νωρίς, πολύ νωρίς. Οι μανάδες με τη σκάφη στον ώμο και τα ρούχα στοιβαγμένα στις καλαμένιες τις κοφίνες.
Αφού άναβαν το καζάνι δίπλα στη βρύση, με μανίκια ανασκουμπωμένα, έσκυβαν πάνω από τη σκάφη κι έτριβαν τα ρούχα μέχρι να ασπρίσουν. Δεν είχε τότε απορρυπαντικά, κι έπλεναν με το δικό τους το σαπούνι, φτιαγμένο από ντόπιο λάδι ελιάς. Κοσκίνιζαν τη στάχτη από το φούρνο, κι άφηναν την μπουγάδα στο σταχτόνερο. Ώρες δουλειά, δουλειά σκληρή. Κι όμως, εγώ θυμάμαι τις γυναίκες να ψιλοκουβεντιάζουν μεταξύ τους, να γελάνε και κάπου κάπου.
Κι ύστερα ήταν και η κυρά Λεμονιά, μια μεγαλοκοπέλα, λίγο γεμάτη και πάντα χαρούμενη, που όλο και έλεγε και κάποιο τραγουδάκι και σταμάταγε γιο λίγο η δουλειά. Θυμάμαι ακόμα και την κατσάδα που έφαγα από τη μάνα όταν μας έπιασε μια φορά να παίζουμε κρυφτό πίσω οπό τα ρούχα που είχαν απλώσει στα σκοινιά.
Όλα αυτά τα ρούχα έπρεπε να σιδερωθούν με κείνο το σίδερο που πύρωνε με κάρβουνο. Η μάνα στεκόταν ώρες όρθια κι αυτό την παίδευε πολύ. Δεν έλεγε όμως να καθίσει και όσο προχώραγε η ώρα σιγά σιγά, ένα ένα τα ασπροφούστανα κι οι νυχτικές οι αντρικές, και τα πουκάμισα, οι μαλλίνες οι άσπρες, τα σεντόνια και οι μαξιλάρες, τα τραπεζομάντιλα, τα στόρια, τα κουρτινάκια τα πλεκτά, όλα κολλαρισμένα έμπαιναν πάλι στο μπαούλο.
Αν η μπουγάδα γινόταν στο μήνα μια φορά, η μάνα ζύμωνε και μια και δυο φορές την εβδομάδα. Τη μέρα αυτή ξυπνούσε, ακόμα πιο νωρίς, για να προλάβει ν’ ανάψει φούρνο πριν ανέβει ο ήλιος ψηλά και τηνε πάρει η ζέστη. Ζύμωνε θυμάμαι δεκατέσσερις οκάδες αλεύρι και μας έφτιαχνε επτά καρβέλια και μια πιταστή. Φορούσε πάντα το μαντίλι, για να μην πέσει τρίχα στο ζυμάρι, και με σηκωμένα τα μανίκια, την έβλεπα σκυμμένη πάνω από το ξύλινο σκαφίδι να δουλεύει, με τις δυο γροθιές σφιγμένες μέχρι που οι κόμποι από τα χέρια της να μελανιάσουν.
Μαζί με τα καρβέλια έψηνε παξιμάδια, έφτιαχνε κολοκυθόπιτα, πίτα με χόρτα, και μπομπότα με το καλαμποκίσιο το αλεύρι. Τι σβέλτη που ήτανε, τι επιτήδεια, τι νόστιμο ψωμί που τρώγαμε τότε! Σήμερα μουχλιάζει σε λίγες μέρες, γιατί δεν είναι φτιαγμένο με προζύμι.
Όταν η μάνα άναβε το φούρνο, μοσχοβολούσε η γειτονιά. Για να κάψει όμως ο φούρνος ήθελε μπόλικα τσάκνα και κλαρούδια. Τις πιο πολλές φορές όλα αυτά τα κουβαλούσε εκείνη. Φρέσκα κλαριά τα τάιζε στις γίδες, ξερό το έκαιγε στο φούρνο. Τα κουβαλούσε εκείνη, γιατί ο πατέρας γύρναγε αργά από το κτήμα. Το μεσημέρι η θέση του έμενε σχεδόν πάντα αδειανή. Κι όμως, η μάνα το χε έννοια το μαγείρεμα και στο τραπέζι ήθελε να λέμε πάντα προσευχή. Τις πιο πολλές φορές μαγείρευε το βράδυ, γιατί δεν είχαμε τότε ψυγείο ηλεκτρικό, κι έπρεπε ο άντρας να ‘βρει έτοιμο φαί να πάρει το πρωί μαζί. Κι ύστερα, αν είχε δουλειά πολλή στο κτήμα, αν μάζευαν ελιές, μήλα ή κάστανα, αν ήτανε τρύγος, αν αλώνιζαν, τον έπαιρνε μαζί, κι εμείς, γυρνώντας από το σχολείο, τρώγαμε μοναχά. Ξέραμε ότι θ αργούσανε, και θα ‘ταν και οι δύο κατάκοποι.
Η μάνα όμως θα ‘χε και πάλι τόσα να κάνει! Τόσα να φροντίσει! Δε θα τελείωνε ασφαλώς η μέρα της, μ’ όλη την κούραση της. Πόσες φορές μου δεν την έβλεπα ακόμα τη νύχτα, όταν όλοι είχαμε από καιρό πλαγιάσει, με τη λάμπα και το λύχνο αναμμένο με κάτι να παιδεύεται, να τα προλάβει όλα.
Μονάχα μετά το φαγητό το μεσημεριανό ξαπόσταινε για λίγο. Και όχι πάντα. Γιατί συχνά μαζεύονταν στα σπίτια οι γειτόνισσες. Η μία να ξάσει το μαλλί, η άλλη να γνέσει, να πλέξει κάλτσες για τα παιδιά ή τη φανέλα για τον άντρα. Ψήνανε καφεδάκι και δούλευαν κουβεντιάζοντας. Πολλές φορές μες στο πανέρι έφερναν ρούχα που ’θελαν μπάλωμα. Ποιός τότε αγόραζε καινούρια κάθε τόσο; Ποιος τα πετούσε μόλις πάλιωναν;
Δούλευαν, και μεις τα μικρά, καθισμένα δίπλα τους, μαθαίναμε.
Βλέποντας τις μανάδες μας μαθαίναμε τα πάντα. Εσείς, που ζείτε στις πόλεις τις μεγάλες, τι ξέρετε να φτιάξετε; Τα παίρνετε όλα έτοιμα. Σχεδόν τίποτα πια δεν είναι ναι σπιτικό.
Δίνετε τώρα στα παιδιά σας σταρένιο τραχανά, με στάρι τριμμένο στο χερόμυλο;
Τις χυλοπίτες, τα ντόπια μακαρόνια; Ρίχνετε στο φαί φρέσκια ντομάτα πελτέ, που να μοσχομυρίζει;
Κι έχετε στο τραπέζι τυράκι με γάλα από τα ζωντανά σας;
Τρώτε τις ελιές τις ζαρωμένες και τις ξιδάτες, κομμένες από τα δέντρα στο δικό σας κτήμα και πίνετε τσιπουράκι με τσιτσιράβα τουρσί;
Ψήνετε μπακλαβά με φύλλα ψιλά σαν τσιγαρόχαρτο, ανοιγμένα στο χέρι, και με καρύδι ξεφλουδισμένο, άσπρο, χιονάτο;
Πλένεστε με σαπούνι από ντόπιο λάδι ελιάς, να ευωδιάζει δάφνη;
Πάν’ όλ’ αυτά, για σας τις νέες νοικοκυρές των πόλεων, ξεχάστηκαν…
Έπαψε η φροντίδα του σπιτιού να ‘ναι χαρά σας και μόνη ικανοποίηση.
Η μάνα μου, κι ας κουραζόταν τόσο, το ‘χε καμάρι το δικό της σπιτικό, χαιρόταν να την επαινεύουν. Της έφτανε. Και μένα μου ‘φτάνε. Αλλά και σήμερα, εδώ μες στο χωριό, βρίσκεις νοικοκυρές που συνεχίζουν ν’ ασχολούνται με τα παραδοσιακά. Δεν κουβαλάνε πια το νερό από τη βρύση, δε βάζουνε μπουγάδα. είναι η ζωή πιο εύκολη, αλλά το θέλουν το πατροπαράδοτο, κι ας αλλάξαν τόσα τα τελευταία χρόνια,,,»,