Περίπου ένα χρόνο μετά το μοιραίο βράδυ, όταν ο Μένης Κουμανταρέας βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στην Κυψέλη, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας θα ερευνήσει στις 8 Φεβρουαρίου, τη στυγνή δολοφονία του συγγραφέα.
Στο εδώλιο του δικαστηρίου θα καθίσουν συνολικά δύο άτομα, υπήκοοι Ρουμανίας, κατηγορούμενοι για ανθρωποκτονία από κοινού κατά συναυτουργία και απόπειρα ληστείας. Η δίκη είχε προσδιοριστεί για τις 15 Δεκεμβρίου, αλλά τελικά αναβλήθηκε, προκειμένου να ξεκινήσει με το νέο έτος.
Ο Μένης Κουμανταρέας, την 5η Δεκεμβρίου του 2014, βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του από φίλους του και συγγενείς, οι οποίοι τον αναζήτησαν αφού για αρκετή ώρα δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Οι γείτονές του τον χαρακτήρισαν φιλήσυχο άνθρωπο, που ποτέ δεν προκαλούσε προβλήματα. Για ποιο λόγο όμως, ο συγγραφέας, αν πήγε από την καφετέρια που βρισκόταν, για λίγο στο διαμέρισμά του, δεν επέστρεψε ποτέ;
Σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 2660/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που δημοσιεύει σήμερα το news247, οι δύο άνδρες, ο Στέφαν Ματεσαρενάου και ο Κοσμίν Γκαϊτάν, σκότωσαν το συγγραφέα με τα ίδια τους τα χέρια, με την ελπίδα ότι θα του αποσπάσουν μερικά ευρώ. Κατά την ιατροδικαστική έκθεση, “το θύμα απεβίωσε συνεπεία βαρέων κακώσεων κοιλίας – κεφαλής και στραγγαλισμού προκληθέντος δια χειρός”.
Κατά το δικαστικό συμβούλιο, οι δύο κατηγορούμενοι είχαν στήσει “καρτέρι θανάτου” στο συγγραφέα, περιμένοντάς τον για περισσότερο από πέντε ώρες. Όπως αναφέρεται, “εισήλθαν εντός της κεντρικής εισόδου της πολυκατοικίας και κρύφτηκαν επιμελώς σε αυτή, εν συνεχεία, όταν αντιλήφθηκαν πως εισήλθε ο Μένης Κουμανταρέας, του επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και με τη χρήση βίας τον ανάγκασαν να τους οδηγήσει στο διαμέρισμά του”.
Αυτό άλλωστε, καταδεικνύουν τόσο η “εικόνα επιλεκτικής έρευνας” στο σπίτι, όσο και τα ευρήματα της αυτοψίας που διενεργήθηκε, καθώς ανάμεσα στο ασανσέρ και στη σκάλα βρέθηκαν τα γυαλιά οράσεως του συγγραφέα, ενώ στην είσοδο του διαμερίσματος, που δεν έφερε ίχνη παραβίασης, η φωτιστική συσκευή που λειτουργούσε με φωτοκύτταρο, βρέθηκε με στραμμένο το λαμπτήρα στο ταβάνι.
Κατά το δικαστικό έγγραφο, ο φίλος του, με τον οποίο λίγο πριν τη δολοφονία, έπιναν μαζί καφέ, κατέθεσε στην αστυνομία ότι κάποιος “Στέφανος”, που αργότερα αναγνωρίστηκε στο πρόσωπο του Στέφαν Ματεσαρενάου, ζητούσε επίμονα χρήματα από τον Κουμανταρέα, χωρίς ο τελευταίος να ενδίδει στις απαιτήσεις του.
Φαίνεται πάντως, πως δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε στηθεί “ενέδρα” στο συγγραφέα. Ο ίδιος μάρτυρας ανέφερε πως περίπου δύο μήνες πριν τη δολοφονία, και ενώ ο Μένης Κουμανταρέας περίμενε στην είσοδο του διαμερίσματός του το “Στέφανο” και ένα ακόμη άτομο, ονόματι “Τζίμι”, είδε να βγαίνουν από το ασανσέρ δύο άτομα με κουκούλες, με αποτέλεσμα το θύμα να κλείσει την πόρτα. Όταν αργότερα ζήτησε εξηγήσει από το “Στέφανο”, εκείνος αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή.
Τελικά ήταν το οπτικοακουστικό υλικό από κάμερες καταστημάτων της γειτονιάς σε συνδυασμό με την άρση τηλεφωνικού απορρήτου, που οδήγησαν τις αρχές στον εντοπισμό του πρώτου κατηγορούμενου. Απολογούμενος, υποστήριξε ότι εκείνο το βράδυ ζήτησε δανεικά από τον Μένη Κουμανταρέα, “εκείνος αντέδρασε και κατά τη λογομαχία τους, ο κατηγορούμενος τον έσπρωξε, χωρίς να βιαιοπραγήσει, με αποτέλεσμα να πέσει στο δάπεδο βγάζοντας μια κραυγή”.
Ο ισχυρισμός του Στ. Ματεσαρεάνου πως μαζί του βρισκόταν ο συγκατηγορούμενος Κοσμίν Γκαϊτάν, τον οποίο κατέδειξε στις αρχές από το Facebook, οδήγησε στη δεύτερη σύλληψη. Ο συνήγορος του τελευταίου, Παναγιώτης Μπαλακτάρης, κάνει λόγο για “μία από τις ελάχιστες ποινικές υποθέσεις που εισάγεται ξεκάθαρη, στις βασικές της πτυχές, στην ακροαματική διαδικασία, επειδή ήδη από την προδικασία εις εκ των κατηγορουμένων είχε την ειλικρινή διάθεση να αποκαλύψει την αλήθεια. Γεγονός που δεν συνηθίζεται, αντιθέτως σπανίζει”.