Ερευνητές προσπάθησαν να απομονώσουν τη μυρωδιά από τα ανθρώπινα νεκρά σώματα, στα πλαίσια νέας μελέτης. Όπως διαπίστωσαν, οι άνθρωποι απελευθερώνουν ένα “ειδικό κοκτέιλ χημικών”, όταν πεθαίνουν. Η ανακάλυψη θα μπορούσε να βοηθήσει στις τεχνικές ανίχνευσης πτωμάτων.
Ειδικότερα, οι μελετητές ελπίζουν πως τα ευρήματά τους θα μπορέσουν να οδηγήσουν στη δημιουργία μίας συνθετικής μυρωδιάς, η οποία θα βοηθήσει στην εκπαίδευση σκύλων ώστε να εντοπίζουν τα πτώματα ή ακόμη και στην ανάπτυξη ηλεκτρονικών συσκευών, οι οποίες θα μπορούν να την αναζητούν.
Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που απομονώνει τη συγκεκριμένη μυρωδιά του ανθρώπινου θανάτου, περιγράφοντας τα διάφορα χημικά που εκπέμπονται από τα πτώματα.
Στόχος είναι, σε επόμενο στάδιο, το “κοκτέιλ” χημικών που περιγράφεται και σύμφωνα με τους ερευνητές είναι εκείνο ακριβώς που διακρίνει τα ανθρώπινα πτώματα από άλλα νεκρά σώματα, να εντοπίζεται εύκολα, για παράδειγμα, όταν σωστικά συνεργεία αναζητούν νεκρούς και επιζώντες, σε μια περίπτωση φυσικής καταστροφής.
Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα στον Independent, ερευνητικά έργα όπως το Body Farm ένας σταθμός στον Τενεσί, όπου γίνονται δωρεές σωμάτων, τα οποία αφήνονται εκτεθειμένα σε διάφορες συνθήκες μέχρι να αποσυντεθούν, έχουν παράσχει χρήσιμες πληροφορίες για το τι ακριβώς συμβαίνει καθώς τα σώματα καταρρέουν πλήρως.
Στο παρελθόν, η μυρωδιά του θανάτου λέχθηκε ότι είναι ασθενικά γλυκιά, καθώς πηγάζει από την απελευθέρωση διάφορων ενώσεων. Έχει περιγραφεί ότι μυρίζει σαν παρμεζάνα, αποτέλεσμα που προκύπτει από τα διάφορα ένζυμα και ενώσεις οι οποίες συνθέτουν το σώμα.
Ωστόσο, πάντα υπήρχαν διαφωνίες στην επιστημονική κοινότητα, σχετικά με το τι ακριβώς είναι ξεχωριστό στη μυρωδιά ενός ανθρώπινου πτώματος, σε σχέση με άλλα. Εδώ έρχεται η νέα μελέτη.
Το “κοκτέιλ του θανάτου”
Στα πλαίσιά της, επιστήμονες εξέτασαν 6 νεκρά ανθρώπινα σώματα και 26 πτώματα ζώων σε εργαστηριακό περιβάλλον, για μια περίοδο 6 μηνών. Οι ερευνητές μελέτησαν τις ακριβείς χημικές ουσίες που εκπέμπονται από τα σώματα και εντόπισαν εκείνες ακριβώς που τους επέτρεπαν να κάνουν τη διάκριση μεταξύ ζωικών και ανθρώπινων σωμάτων.
Πιο συγκεκριμένα, όπως σημειώνεται στη δημοσιευμένη μελέτη, αναγνωρίστηκαν συνολικά 452 χημικές ενώσεις, από τις οποίες ένα “κοκτέιλ” από 8 (ethyl propionate, propyl propionate, propyl butyrate, ethyl pentanoate, pyridine, diethyl disulfide, methyl(methylthio)ethyl disulfide, 3-methylthio-1-propanol) ξεχώριζε τα ανθρώπινα πτώματα και τα κουφάρια γουρουνιών, από άλλα ζώα.
Σε επόμενο στάδιο, ήταν δυνατή η διάκριση και μεταξύ πτωμάτων ανθρώπων και χοίρων, με βάση 5 εστέρες (3-methylbutyl pentanoate, 3-methylbutyl 3-methylbutyrate, 3-methylbutyl 2-methylbutyrate, butyl pentanoate and propyl hexanoate).
Αυτή η έρευνα σύμφωνα με τους επιστήμονες είναι σημαντική, διότι είναι η πρώτη φορά που τα ανθρώπινα νεκρά σώματα και τα νεκρά σώματα των ζώων έχουν ελεγχθεί στις ίδιες ακριβώς συνθήκες. Ωστόσο, σύμφωνα με το Science η ανωτέρω μελέτη θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, καθώς οι ερευνητές εξέτασαν μεμονωμένα μέρη του ανθρώπινου σώματος, και όχι ολόκληρο το σώμα.
“Η περαιτέρω έρευνα στον τομέα αυτό, με πλήρη όργανα πρέπει να επιβεβαιώσει αυτά τα αποτελέσματα και τα αποτελέσματα για έναν ή περισσότερους δείκτες του ανθρώπου. Αυτοί οι δείκτες θα επιτρέψουν μια πιο αποτελεσματική εκπαίδευση των σκύλων ή την ανάπτυξη φορητών συσκευών ανάπτυξης”, σημειώνεται στη μελέτη (Plos One).