Η νέα κυβέρνηση αντιμετωπίζει πολλές εκκρεμότητες και πρέπει να… συμφωνήσει με τους εταίρους για το τι θα αποπληρωθεί αλλά και πώς θα χρηματοδοτηθεί.
Όπως αναφέρεται στην τριμηνιαία έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής, οι αποφάσεις της νέας κυβέρνησης πρέπει να ληφθούν ταχύτατα, προκειμένου να αναστραφεί το κλίμα που προκάλεσε η προκήρυξη εκλογών.
Σύμφωνα με την έκθεση, η νέα κυβέρνηση εκκινεί από δυσμενέστερη αφετηρία σε σύγκριση με την κατάσταση που πήγαινε να διαμορφωθεί το 2014. Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος (αν και όχι του μεγέθους που προβλέπει το Μνημόνιο ΙΙ) δίνει στη νέα κυβέρνηση βαθμούς ελευθερίας στη διαχείριση της δημόσιας οικονομίας.
Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αποπληρώσει εντός των επόμενων δύο μηνών δάνεια (κυρίως προς το ΔΝΤ) ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ και να αναχρηματοδοτήσει έντοκα γραμμάτια ύψους περίπου 7 δισ. ευρώ. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα θα προκύψει μετά τον Ιούλιο 2015 όταν η Ελλάδα θα έχει ανάγκη για 8,8 δισ. ευρώ για να καλύψει τις υποχρεώσεις της έναντι της ΕΚΤ, δευτερευόντως έναντι του ΔΝΤ και τόκους. Φαίνεται αδύνατο να καλυφθούν οι σχετικές χρηματοδοτικές δαπάνες χωρίς μια συνολική συμφωνία με τους εταίρους.
Για ολόκληρο το 2015:
Οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας ανέρχονται σε 22,5 δισ. ευρώ και αφορούν αποπληρωμές ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ, δόσεις προς εξόφληση δανείων από το ΔΝΤ, καταβολή τόκων κ.α.
Από την άλλη πλευρά, αν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, θα εκταμιευθούν οι προβλεπόμενες από την ισχύουσα δανειακή σύμβαση δόσεις από ΕΕ και ΔΝΤ ύψους 10,6 δισ. ευρώ από το τρέχον πρόγραμμα. Με βάση τον υπάρχοντα Προϋπολογισμό, η διαφορά μπορεί να καλυφθεί εν μέρει με έντοκα γραμμάτια (που προκαλούν προβλήματα στην οικονομία), άλλους πόρους και με το πρωτογενές πλεόνασμα. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε συμφωνία προκύψει πρέπει να προβλέπει τη διευθέτηση των τρεχουσών δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.
Το κόστος της μη συμφωνίας για την Ελλάδα
Σύμφωνα πάντα με την έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού, η προσφυγή στις αγορές για την αναχρηματοδότηση των δανείων δεν είναι δυνατή γιατί το κόστος είναι απαγορευτικό. Ανήλθε κατά διαστήματα πάνω από το 10% για τα δεκαετή ομόλογα.
Σε περίπτωση μη συμφωνίας, η Ελλάδα θα απολέσει κατ’ αρχάς 7,2 δισ. ευρώ των δανείων του ΔΝΤ και της Ευρωζώνης. Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση δε θα μπορέσει να συμμετάσχει μέσω των τραπεζών στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ. Για τη συμμετοχή σε αυτό έχουν τεθεί ως κύριες προϋποθέσεις η ύπαρξη προγράμματος προσαρμογής.
Για το 2016 το ποσό που θα απορροφούσε ανέρχεται σε περίπου 30 δισ. ευρώ και θα συνέβαλε στην επιδιωκόμενη ανάπτυξη αντί της λιτότητας. Τέλος, δε θα μπορεί να αξιοποιήσει το ποσό των 11,4 δισ. ευρώ που έχει σήμερα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Άλλα κόστη θα προκύψουν από την ανάγκη προσφυγής των τραπεζών στον μηχανισμό ELA (emergency liquidity assistance), πράγμα που θα πιέζει τα επιτόκια των επιχειρήσεων προς τα επάνω.
Επίσης, άμεσα προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν αν υπάρξει μαζική φυγή κεφαλαίων και αποταμιεύσεων από τις τράπεζες. Ακόμα και μόνο για το λόγο αυτό επιβάλλεται ένα ελάχιστο εγχώριας και διεθνούς συνεννόησης.
Μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει λάβει 183 δισ. ευρώ ως χρηματοδοτική στήριξη από την ΕΕ.
Το GREXIT θα ενισχύσει τον ευρωσκεπτικισμό
Πάντως όπως εκτιμά η έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού, η ελληνική θέση είναι μεν αδύναμη, αλλά και η ΕΕ δε θα ωθήσει στα άκρα τις απαιτήσεις της, δεδομένου κιόλας ότι γενικά η κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής αμφισβητείται ήδη ιδεολογικά και πολιτικά. Επίσης, δε θα πρέπει να υποτιμήσουμε ότι ένα πιθανό «GREXIT» θα καθιστούσε την ευρωζώνη απλή ζώνη συναλλαγματικών ισοτιμιών και συνεπώς θα έπληττε τη συνοχή της και θα αύξανε τον πιστωτικό κίνδυνο για άλλες υπερχρεωμένες χώρες. Επιπλέον, θα ενίσχυε τις ευρωσκεπτικιστές κεντρόφυγες τάσεις σε πολλές χώρες μέλη.
Άλλωστε όπως επισημαίνεται πάντα στην έκθεση, η επάνοδος στη δραχμή δεν θα απέτρεπε την εφαρμογή μιας αυστηρής δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής. Πιθανόν θα οδηγούσε σε ανεξέλεγκτο πληθωρισμό και στασιμότητα. Τυχόν πρόσκαιρα οφέλη ανταγωνιστικότητας θα εξουδετερώνονταν ταχέως. Επίσης, θα προκαλούσε κόστος μέσω των υψηλών επιτοκίων για τυχόν αναγκαίο δανεισμό του κράτους και των επιχειρήσεων από τις αγορές. Τέλος, πιθανόν, θα αποθάρρυνε λόγω γενικότερων αβεβαιοτήτων τις επενδύσεις στην Ελλάδα.
Το πλαίσιο διαπραγμάτευσης
Βάση για τις διαπραγματεύσεις, τόσο των προαπαιτούμενων όσο και του αναπτυξιακού προγράμματος (για την επόμενη μέρα) είναι η υπόθεση να ζητηθεί νέα παράταση ενός ή περισσότερων μηνών ώστε να έχει χρόνο η νέα κυβέρνηση να προετοιμάσει τη νέα φάση διαπραγμάτευσης.
Η τρόικα έχει καταθέσει τις δικές της προτάσεις και η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση το ίδιο. Διαφωνίες υπήρξαν σχετικά με το «δημοσιονομικό κενό» και τα «προαπαιτούμενα». Η τελική συμφωνία έχει τεθεί ως προϋπόθεση για την εκταμίευση των τελευταίων δόσεων.
Ειδικότερα η διαπραγμάτευση, όπως διαμορφώθηκε έως τα τέλη του 2014 περιλαμβάνει σειρά ολόκληρη θεμάτων:
(α) Κάλυψη του «δημοσιονομικού κενού» για το 2015.
(β) Λοιπά προαπαιτούμενα, δηλαδή μέτρα και μεταρρυθμίσεις.
Ο κατάλογος των ειδικότερων θεμάτων αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Ανιχνεύοντας στο επικαιροποιημένο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης πλαίσιο διαπραγμάτευσης της Ελλάδας με τους εταίρους, υπάρχει ένα μακρύς κατάλογος προγραμματικών ιδεών που είναι συμβατές με το γενικότερο πλαίσιο:
-Μέτρα στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αναστολή πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας και διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, συγχωνεύσεις υπουργείων, αποσυμφόρηση από στρατιές συμβούλων κλπ,
-Μέτρα για αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της διαφθοράς π.χ. στις προμήθειες του Δημοσίου και συναφώς νέους ελέγχους σε όσους περιλαμβάνονται στις διάφορες λίστες («λίστα Λαγκάρντ» κ.α.). Κατά την τρόικα ανέρχεται σε 2,5 δισ. ευρώ, ενώ η προηγούμενη κυβέρνηση το εκτιμούσε σε 980 εκατ. ευρώ.
-Νέα ρύθμιση για τις 100 δόσεις, ενιαίο μισθολόγιο, δημιουργία μιας πραγματικά ανεξάρτητης υπηρεσίας Δημοσίων Εσόδων, μέτρα για το ασφαλιστικό, νέα ρύθμιση για τις απολύσεις, συνδικαλιστικός νόμος, συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων.
-Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και ενδυνάμωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού με στελέχη από τον ιδιωτικό τομέα,
-Νέο πλαίσιο για τη λειτουργία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης,
-Εφαρμογή του περιουσιολογίου, χωρίς το οποίο η φορολογική πολιτική μένει μετέωρη,
-Ολοκλήρωση με διαφάνεια του κτηματολογίου που θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση του χωροταξικού σχεδιασμού.
Άλλες προτάσεις που έχουν ως στόχο την αρχιτεκτονική και την πολιτική της ΕΕ συμπίπτουν με ιδέες που κυκλοφορούν σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, ήδη εφαρμόζονται (ποσοτική χαλάρωση με το πρόγραμμα Ντράγκι) ή προτείνονται από αυτά (πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς να συνυπολογισθούν οι δημόσιες επενδύσεις) και μπορεί με κάποια μορφή να συμφωνηθούν σε βάθος χρόνου. Σε αυτό το πλαίσιο, το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων και κάποιας μορφής αναδιάρθρωση του χρέους είναι διαπραγματεύσιμα.
Συνοπτικά υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες για μια συμφωνία και πρέπει η ΕΕ να αντιδράσει με μεγαλύτερη ευελιξία όχι μόνον έναντι της Ελλάδας αλλά και άλλων χωρών. Όμως θα υπάρξουν δυσκολίες σε σχέση με πολλούς νόμους που έχουν ήδη ψηφισθεί σε εφαρμογή του «μνημονίου» και με συγκεκριμένα προαπαιτούμενα, όπως για παράδειγμα η αγορά εργασίας, οι ιδιωτικοποιήσεις, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, επειδή αποκλίνει η οικονομική φιλοσοφία της νέας κυβέρνησης (όπως απορρέει από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης) από αυτήν του μνημονίου.
Η ΕΕ αποκλείει προς το παρόν περικοπή του ονομαστικού χρέους, όμως δεν θα είναι αρνητική σε ένα συμβιβασμό. Δεν είναι σαφές σε τι ακριβώς θα συνίστατο αυτός ο συμβιβασμός. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι πληρωμές των δανείων του EFSF (περίπου 130 δισ. ευρώ) αρχίζουν μετά το 2022 ενώ τα επιτόκια είναι χαμηλά. Πάντως φαίνεται διαπραγματεύσιμη η υιοθέτηση σταθερών επιτοκίων. Περαιτέρω τα ομόλογα που διακρατεί η ΕΚΤ (του Ευρωσυστήματος) και τα δάνεια του ΔΝΤ πρέπει να εξυπηρετούνται από το 2015. Η χρονική επιμήκυνση αυτού του χρέους ή άλλες μορφές ελάφρυνσης θα συναντήσουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες. Υπενθυμίζουμε ότι τα ομόλογα που διακρατούσε η ΕΚΤ εξαιρέθηκαν κατά την τελευταία επιμήκυνση και αναδιάρθρωση (PSI, 2012).