Από τα μεγαλύτερα και παλαιότερα καταγγελμένα δάνεια θα ξεκινήσουν οι τράπεζες τη διαδικασία πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας. Πλην όμως, αυτές οι πρώτες κινήσεις δεν αναμένεται να λάβουν έκταση φέτος, δεδομένων των αργών ταχυτήτων με τις οποίες μπορεί να κινηθεί το δικονομικό σύστημα, τις πολιτικές ισορροπίες και τα χαμηλά επίπεδα τιμών στην αγορά ακινήτων.
Σαφέστατα, όμως, θα επιχειρηθεί να δοθεί ένα στίγμα προς κάθε κατεύθυνση ότι η περίοδος απραξίας τελείωσε.
Αυτό εκτιμάται, σύμφωνα με την Καθημερινή της Κυριακής ότι θα κινητοποιήσει τους δανειολήπτες που βρίσκονται σε μόνιμη καθυστέρηση. Και καθώς οι προβλέψεις των τραπεζών για τα «κόκκινα» δάνεια είναι επαρκείς, υπάρχει πλέον από τη μια πλευρά η δυνατότητα επιθετικών ρυθμίσεων αλλά από την άλλη και η δυνατότητα διεκδίκησής τους.
Σε καμιά περίπτωση ωστόσο δεν θα γίνουν μέσα στο 2016 μαζικοί πλειστηριασμοί, καθώς κανείς δεν θέλει να αυξήσει κι άλλο την προσφορά στα ακίνητα. Αυτό εξηγούν στην «Κ» ανώτατα στελέχη και των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών που κλήθηκαν να απαντήσουν στο ερώτημα πώς θα χειριστούν τη συγκεκριμένη καυτή υπόθεση.
Διαφοροποιήσεις μεταξύ των τραπεζών σαφώς και υπάρχουν και προέρχονται τόσο από τη μετοχική τους σύνθεση και την εσωτερική τους οργάνωση όσο και από την ποιότητα των χαρτοφυλακίων τους. Οσον αφορά τις συνεργασίες και κοινοπραξίες με ξένες εταιρείες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, πληροφορίες αναφέρουν πως οι σχετικές μονάδες δεν θα είναι έτοιμες να λειτουργήσουν πλήρως νωρίτερα από το τέλος του 2016.
Πώς θα γίνει όμως η επιλογή σχετικά με το ποιο δάνειο θα «στοχοποιηθεί» και ποιο όχι;
«Εμείς θα ξεκινήσουμε από τα μεγαλύτερα “κόκκινα” στεγαστικά δάνεια και από πάνω προς τα κάτω», εξηγεί τραπεζίτης ενός εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. «Έχω μπροστά μου μια λίστα με τους 100 μεγαλύτερους σε αξία στεγαστικού δανείου ή και ακινήτου δανειολήπτες και άλλους 100 με επιχειρηματικά δάνεια αξίας έως 5 εκατομμυρίων. Από αυτή τη λίστα θα γίνουν οι πρώτες κινήσεις», σημειώνει.
Επιθετική προσέγγιση
Πιο επιθετικός εμφανίζεται ομόλογός του σε άλλη τράπεζα που εξηγεί πως το όριο πάνω από τα οποίο συγκεντρώνεται η προσοχή σε αυτή τη φάση είναι το επίπεδο των 300.000 ευρώ. Όμως και εδώ η ανησυχία μήπως προσφερθούν πολλά ακίνητα στην αγορά είναι εμφανής. Θα υιοθετηθεί λοιπόν αναπόφευκτα μια προσέγγιση «βλέποντας και κάνοντας», καθώς η εκτίμηση για την ύπαρξη ή μη αγοραστών στα αρχικά επιδιωκόμενα τιμήματα από τους πλειστηριασμούς δεν είναι καθόλου βέβαιη, εξηγεί.
Αμφότεροι οι τραπεζίτες με τους οποίους συνομίλησε η «Κ» επισημαίνουν επίσης πως δεν έχουν ληφθεί ακόμα οι οριστικές αποφάσεις, ενώ εξηγούν πως στην Ελλάδα πολλά επιχειρηματικά δάνεια είναι εξασφαλισμένα με ακίνητα (συχνά κατοικίες) εξαιτίας των καλύτερων επιτοκίων δανεισμού με τα οποία μπορούσαν να αντληθούν οι επιδιωκόμενες χρηματοδοτήσεις.
Με τη σημερινή κατάσταση στην αγορά ακινήτων όμως, κανείς δεν θέλει να προκαλέσει πρόσθετες πτωτικές πιέσεις. Όλοι ωστόσο θέλουν να δώσουν ένα στίγμα: ότι «η περίοδος απραξίας τελείωσε και οι τράπεζες θα διεκδικήσουν τις απατήσεις τους». Και ότι «πρέπει να βγει από την εξίσωση ο εφησυχασμός που επικράτησε όλη αυτή την περίοδο».
Δύο μεταβλητές αναμένεται να κρίνουν τις άμεσες αποφάσεις των αρμόδιων διευθύνσεων των τραπεζών:
α) Η πραγματική εισοδηματική κατάσταση του δανειολήπτη και
β) η πραγματική αξία του ακινήτου με το οποίο έχει εξασφαλιστεί το δάνειο.
Εφόσον η αξία είναι υψηλή και εκτιμηθεί πως υπάρχουν πρόθυμοι αγοραστές και ο δανειολήπτης δεν συνεργάζεται ή δεν μπορεί να εξυπηρετήσει ούτε ρυθμισμένο το δάνειο, τότε η τράπεζα θα προχωρεί στον εκπλειστηριασμό. Ο λόγος γίνεται για τα ήδη καταγγελμένα δάνεια καθώς η νομική διαδικασία για άλλα εκτιμάται ότι θα χρειαστεί πολλούς μήνες ακόμα για να περπατήσει.
«Σιγά σιγά όμως το σύστημα θα αποκτήσει momentum και η αγορά θα λάβει το μήνυμα. Όταν αυτό συμβεί και παράλληλα σταθεροποιηθεί το ελληνικό real estate, οι αγοραστές αναμένεται να πληθύνουν και να περιλάβουν και τις θυγατρικές ακινήτων των τραπεζών και ξένα εξειδικευμένα κεφάλαια», εξηγεί τραπεζική πηγή.
Το μόνο βέβαιο είναι πως για την ώρα ακίνητα χαμηλής συγκριτικά αντικειμενικής που είναι πρώτες κατοικίες και αποτελούν εξασφαλίσεις απαιτήσεων από οικονομικά αδύναμους δανειολήπτες δεν θα θιγούν.