Στις 27 Αυγούστου του 1964, ο 15χρονος Έντμουντ Κέμπερ πυροβόλησε και σκότωσε τη γιαγιά του με μία καραμπίνα. Λίγη ώρα αργότερα, όταν επέστρεψε στο σπίτι ο παππούς του, τον σκότωσε κι αυτόν.
Τότε ο 15χρονος τηλεφώνησε στη μητέρα του και ζήτησε τη συμβουλή της. Εκείνη του είπε να καλέσει την αστυνομία, όπως κι έκανε.
Όταν των ρώτησαν γιατί σκότωσε τη γιαγιά του, ο Κέμπερ είπε ότι ήθελε να δει πώς είναι να σκοτώνει κάποιον. Για τον παππού του, απάντησε ότι έτσι κι αλλιώς ο ηλικιωμένος άντρας θα πάθαινε καρδιακό, όταν έβλεπε νεκρή τη γυναίκα του. Ο 15χρονος δεν φυλακίστηκε, αλλά νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική για εγκληματίες.
Το κλίμα προωθούσε τον σωφρονισμό και όχι την τιμωρία, γι’ αυτό και ο Κέμπερ δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να πείσει τους γιατρούς ότι βελτιωνόταν μέρα με τη μέρα. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι είχε υψηλό IQ και η συμπεριφορά του ήταν τόσο ήρεμη, που του επετράπη να βοηθάει στη γραμματεία. Απ’ τα χέρια του περνούσαν πολλά ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούσαν οι γιατροί για να κρίνουν την εξέλιξη των ασθενών.
Ο Κέμπερ τα μελέτησε και αντιλήφθηκε τι ήθελαν να ακούσουν οι γιατροί για να τον αφήσουν ελεύθερο. Πέντε χρόνια αργότερα, ο 20χρονος Κέμπερ, έχοντας ξεπεράσει τα 2 μέτρα σε ύψος, επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του….
Η σχέση τους ήταν πολύ κακή. Μάλωναν συνεχώς και η μητέρα του δεν τον άφηνε να ξεχάσει τι είχε συμβεί το 1964. Ο Κέμπερ ένιωθε ότι τον μείωνε, τον πρόσβαλε και ντρεπόταν για αυτόν.
Αυτή την εντύπωση είχε και για τους δύο γονείς του, οι οποίοι είχαν πάρει διαζύγιο όταν ήταν 9 χρόνων. Τον έστελναν απ’ το ένα σπίτι στο άλλο, γιατί δεν μπορούσαν να τον ελέγξουν. Σκότωνε μικρά ζώα και συχνά μιλούσε για βίαιες φαντασιώσεις. Η μητέρα του τον κλείδωνε τα βράδυ στο υπόγειο, γιατί φοβόταν ότι θα έκανε επίθεση στις αδερφές του….
Το 1969 οι «παράξενες» επιθυμίες του Κεμπέρ είχαν γίνει ακόμα πιο έντονες. Στην αρχή όμως, μπορούσε να τις ελέγξει. Έκανε αίτηση να γίνει αστυνομικός που ήταν το όνειρό του, αλλά απορρίφθηκε, επειδή ήταν υπερβολικά ψηλός. Απογοητευμένος, περνούσε τον χρόνο του στα δικαστήρια, όπου παρακολουθούσε δίκες και έπιασε φιλίες με διάφορους αστυνομικούς. Ήταν γνωστός ως ο «Μεγάλος Εντ», ο φιλήσυχος, ήρεμος γίγαντας.
Κανείς δεν φανταζόταν ότι όλο αυτόν τον καιρό, συγκέντρωνε πληροφορίες από τα λάθη των κατηγορούμενων για να διαπράξει το τέλειο έγκλημα. Το ωτοστόπ Το 1972 ο Κέμπερ είχε εγκατασταθεί στην Καλιφόρνια και είχε βρει σταθερή δουλειά. Εξωτερικά έδειχνε απόλυτα φυσιολογικός, αλλά στο μυαλό του τριβέλιζε συνεχώς μία ιδέα: ήθελε να σκοτώσει τις όμορφες φοιτήτριες που έβλεπε να κάνουν ωτοστόπ στις λεωφόρους.
Τη δεκαετία του ’70, το ωτοστόπ ήταν ένας πολύ συνηθισμένος τρόπος να μετακινούνται οι νέοι που δεν είχαν ούτε αυτοκίνητο, ούτε χρήματα για λεωφορεία. Ο Κέμπερ σταματούσε συχνά για κοπέλες που έκαναν ωτοστόπ. Είχε μεταφέρει παραπάνω από 100 κοπέλες με αυτό τον τρόπο, χωρίς να πειράξει ούτε μία τρίχα από τα μαλλιά τους. Ήταν ευγενικός και έκανε τις κοπέλες να νιώθουν πολύ άνετα μαζί του.
Όμως, καθ’ όλη τη διάρκεια, προετοιμαζόταν για τους πραγματικούς του σκοπούς. Έφτιαξε την πόρτα του αυτοκινήτου, έτσι ώστε να μην μπορεί να ανοίξει από μέσα. Είχε καλύψει τα καθίσματα με νάιλον και είχε εφοδιαστεί με όπλο και μαχαίρι. Στις 7 Μαΐου του 1972, σταμάτησε για δύο 18χρονες, την Μαίρη Αν Πες και την Ανίτα Λουτσέσα.
Μετά από λίγη ώρα, σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και τους είπε ότι σκόπευε να τις βιάσει. Έβαλε την Λουτσέσα στο πορτ παγκάζ και έδεσε τα χέρια της Πες. Προσπάθησε να τη στραγγαλίσει, βάζοντας μία σακούλα στο κεφάλι της, αλλά η κοπέλα την έσκισε με τα δόντια της. Με μεγάλη δυσκολία, ο Κέμπερ κατάφερε να τη μαχαιρώσει και να τις κόψει το λαρύγγι. Σκότωσε και την Λουτσέσα και τοποθέτησε τα πτώματα στο πορτ παγκάζ.
Καθώς κατευθυνόταν προς το σπίτι, τον σταμάτησε η τροχαία γιατί είχε ένα σπασμένο φως. Δεν αντιλήφθηκαν ότι συνέβαινε κάτι περίεργο και τον άφησαν να φύγει. Στο σπίτι του, άρχισε να τεμαχίζει τα πτώματα και τα φωτογράφιζε σε διάφορα στάδια. Κατά διαστήματα, είχε σεξουαλική επαφή με διάφορα μέλη του σώματος, ακόμα και με τα κομμένα κεφάλια τους. Πέταξε τα τεμαχισμένα πτώματα σε ένα δάσος της περιοχής. Τα εντόπισαν στις 15 Αυγούστου και ταυτοποιήθηκαν. Στις 14 Σεπτεμβρίου, θύμα του έπεσε η 15χρονη μαθήτρια Αΐκο Κο, την οποία βίασε, αφού την άφησε αναίσθητη, κόβοντας την αναπνοή της.
Στο τέλος τη στραγγάλισε, έβαλε το σώμα της στο πορτ παγκάζ και πήγε σε να πιει μπύρες. Επέστρεψε στο σπίτι του και τεμάχισε την 15χρονη, όπως είχε κάνει και με τα προηγούμενα θύματά του. Την επόμενη μέρα είχε ραντεβού με ψυχιάτρους, που τον παρακολουθούσαν. Έκριναν ότι η συμπεριφορά του ήταν άριστη και αποφάσισαν να σφραγίσουν το ποινικό του μητρώο, καθώς είχε διαπράξει το έγκλημα ως έφηβος. Την ίδια ώρα, στο αυτοκίνητό του βρισκόταν το τεμαχισμένο πτώμα της Αΐκο Κο, το οποίο έθαψε στο δάσος.
Στις 7 Ιανουαρίου σκότωσε τη Σίντι Σολ. Έθαψε το κεφάλι της στον κήπο της μητέρας του και πέταξε το πτώμα στη θάλασσα. Στις 5 Φεβρουαρίου, στο αυτοκίνητό του μπήκε η Ροσαλίντ Θορπ και η Άλισον Λίου. Τις σκότωσε με πυροβολισμούς, γιατί δεν τον ενδιέφερε να τις βασανίσει. Αυτό που ήθελε ήταν να «παίξει» με τα πτώματά τους. Αφού τις τεμάχισε και ερωτοτρόπησε με τα πτώματα, τις πέταξε στη θάλασσα.
Καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια, ο Κέμπερ ήταν υπεράνω κάθε υποψίας. Τίποτα δεν τον συνέδεε με τα εγκλήματα. Είχε αφαιρέσει τις σφαίρες από τα σώματα των θυμάτων, κανείς δεν τον είχε δει μαζί τους, ούτε είχε προκαλέσει υποψίες με τη συμπεριφορά του. Μάλιστα, την ίδια περίοδο δρούσε κι ένας άλλος δολοφόνος στην περιοχή και η αστυνομία θεώρησε ότι ήταν όλα «έργα» του ίδιου. Αν ήθελε, ο Κέμπερ θα έμενε ατιμώρητος, έχοντας δολοφονήσει έξι κοπέλες.
Η παράδοση
Η 20η Απριλίου του 1973 ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Εκείνη την ημέρα επέλεξε ο Κέμπερ για να σκοτώσει τη μητέρα του. Τη χτύπησε με σφυρί και ύστερα της έκοψε το κεφάλι. Θέλοντας να την εξευτελίσει, ακούμπησε το κεφάλι της στον πάγκο της κουζίνας και το χρησιμοποίησε ως «στόχο» για βελάκια.
Θεώρησε ότι αν βρισκόταν κι άλλο ένα πτώμα στο σπίτι, η αστυνομία μπορεί να πίστευε ότι είχε υπάρξει κάποια διαμάχη μεταξύ των δύο θυμάτων και να μην στρεφόταν η προσοχή των αστυνομικών πάνω του. Γι’ αυτό κάλεσε στο σπίτι την καλύτερη φίλη της μητέρας του, την Σάλι Χάλετ και τη σκότωσε. Έκανε σεξ με το ακέφαλο πτώμα της και το επόμενο πρωί, έφυγε από την περιοχή. Περίμενε να ανακαλυφθούν αμέσως τα πτώματα, αλλά δεν άκουσε τίποτα.
Τελικά, μετά από μέρες, τηλεφώνησε ο ίδιος στην αστυνομία και παραδόθηκε. Στην αρχή δεν τον πίστευαν καν. Μετά από πολλά τηλεφωνήματα, έπεισε έναν αστυνομικό να ερευνήσει το σπίτι του και έτσι αποδείχτηκε ότι έλεγε την αλήθεια. Όταν έφτασε η αστυνομία να τον συλλάβει, περίμενε ήρεμα σε ένα παγκάκι. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει την ενοχή του και ομολόγησε με μεγάλη προθυμία. Ο δικηγόρος και η αδελφή του προσπάθησαν να πείσουν το δικαστήριο ότι ήταν τρελός, αλλά κανείς δεν πείστηκε. Ο Κέμπερ αντιλαμβανόταν ότι αυτό που είχε κάνει ήταν λάθος και μάλιστα, όταν ρωτήθηκε για την ποινή που του άρμοζε, απάντησε ότι έπρεπε να βασανιστεί μέχρι θανάτου.
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν πιο επιεικής. Καταδικάστηκε σε ισόβια. Ο Έντμουντ Κέμπερ βρίσκεται ακόμα στη φυλακή. Συμμετέχει ενεργά σε εκπαιδευτικά προγράμματα και έχει δώσει πολλές συνεντεύξεις σε συγγραφείς, εγκληματολόγους και ερευνητές. Η συμπεριφορά του, όπως και στο παρελθόν, είναι άριστη. Αλλά ο ίδιος παραδέχτηκε, ότι αν τον άφηναν ελεύθερο, θα σκότωνε ξανά.