Χίρου Ονόντα – Έι, φίλε! Ο πόλεμος τελείωσε!
Ένα από τα καυτά θέματα συζήτησης σε όλες τις τάξεις όπου διδάσκω φυσική, είναι τα διαστημικά ταξίδια. Σύμφωνα με την θεωρία του Αϊνστάιν, όσο πλησιάζουμε την ταχύτητα του φωτός ο χρόνος επιβραδύνεται. Αυτό σημαίνει ότι θεωρητικά μπορείτε να μπείτε σε ένα διαστημόπλοιο, να ταξιδέψετε κοντά στην ταχύτητα του φωτός για ένα-δυο χρόνια και μετά να επιστρέφετε. Θα έχετε γεράσει ελάχιστα. Όμως, όλοι οι υπόλοιποι εδώ πίσω, στον γαλάζιο πλανήτη μας θα είναι πολύ πιο γερασμένοι. Μόλις γυρίσετε θα ανακαλύψετε επίσης ότι η γήινη τεχνολογία, η πολιτική και η οικονομία θα έχουν αλλάξει δραματικά. Η ζωή θα είναι τόσο διαφορετική που δεν θα μπορείτε πια να προσαρμοστείτε.
Κατά μία έννοια αυτό ακριβώς συνέβη στον Χιρού Ονόντα. Επί τριάντα χρόνια ο άνθρωπος αυτός έμεινε κολλημένος σε μία πτυχή του χρόνου, γνωστή ως 1944. Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του συνέχισε να αλλάζει, όμως ο Ονόντα έμενε ο ίδιος. Όταν ξαναβγήκε στον σύγχρονο κόσμο μας δεν ήταν προετοιμασμένος γι’ αυτό που αντίκρισε. Φυσικά, ο Ονόντα ποτέ δεν ταξίδεψε στο διάστημα. Αντιθέτως, ήταν χαμένος σε μια άλλη διάσταση του χρόνου.
Για να βρούμε πώς κατέληξε σε αυτή την κατάσταση πρέπει να ανατρέξουμε στη νεανική του ηλικία. Γεννήθηκε στην Καϊνάν της Ιαπωνίας, το 1922, κι όταν έκλεισε τα δεκαεπτά πήγε να δουλέψει για λογαριασμό μιας εμπορικής εταιρίας στην Κίνα. Ο Ονόντα ζούσε την ζωή ενός κανονικού εφήβου. Όλη μέρα δούλευε και τη νύχτα ξεφάντωνε στις τοπικές αίθουσες χορού.
Τον Μάιο του 1942 ο Ονόντα κλήθηκε στον ιαπωνικό στρατό, αμέσως μετά την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο και την κλιμάκωση των εχθροπραξιών σε παγκόσμια κλίμακα. Σε αντίθεση με τους περισσότερους στρατιώτες, εκπαιδεύτηκε σε σχολή ανταρτοπολέμου. Σε μια εποχή που οι Ιάπωνες θεωρούσαν άξιους θανατικής καταδίκης όσους δικούς τους πιάνονταν αιχμάλωτοι πολέμου, ο Ονόντα διδάχτηκε να επιβιώνει με κάθε κόστος.
Στις 26 Δεκεμβρίου 1944, ο Δόκιμος Αξιωματικός Χίρου Ονόντα στάλθηκε στη μικρή τροπική νήσο Λουμπάνγκ, περίπου εβδομήντα πέντε μίλια νοτιοδυτικά της Μανίλα, πρωτεύουσας των Φιλιππινών. Οι διαταγές που είχε ήταν σαφείς. Οφείλε να εμποδίσει με κάθε μέσον οποιαδήποτε εχθρική επίθεση στο νησί. Αν χρειαζόταν θα κατέστρεφε το αεροδρόμιο του Λουμπάνγκ και την αποβάθρα του λιμανιού. Τον έστειλαν ολομόναχο, τον διέταξαν να μην αυτοκτονήσει και του είπαν να κάτσει εκεί όσα χρόνια χρειαστούν για την εκπλήρωση της αποστολής του.
Ας δούμε την πραγματικότητα. Έχουμε τέσσερις ελάχιστα αξιόμαχους φαντάρους. Βασικά, το μόνο για το οποίο μπορούν να πολεμήσουν είναι η επιβίωσή τους. Συνειδητοποιώντας, ότι δεν ήταν φρόνιμο να παραμένουν στην ίδια τοποθεσία για μεγάλο χρονικό διάστημα, δημιούργησαν ένα είδος κυκλώματος, εντός του οποίου μετακινούνταν από σημείο σε σημείο. Δεν έμεναν στο ίδιο μέρος παραπάνω από τρεις έως πέντε μέρες, ανάλογα με τις προμήθειές τους σε τρόφιμα. Στην περίοδο των μουσώνων με τις καταρρακτώδεις βροχές, κανένας εχθρός δεν μπορούσε να ανέβει στο βουνό, κι έτσι στρατοπέδευαν στο ίδιο μέρος για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Βασική πηγή διατροφής τους ήταν οι μπανάνες. Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ με μια-δυο μπανάνες είμαι εντάξει. Δεν θα τρελαινόμουν, όμως, να τις έχω και για κύριο καθημερινό γεύμα. Οι στρατιώτες βέβαια, έπρεπε να διατηρήσουν κάπως την υγεία τους. Συμπλήρωναν την δίαιτά τους με άλλα φρούτα και κυνηγώντας νεροβούβαλους, αγριοκάτσικα, άγρια πουλερικά και ιγκουάνες. (Μμμμ, νόστιμο ακούγεται…). Προτιμούσαν τα βοοειδή, όμως δεν μπορούσαν να σκοτώσουν πολλά ζώα επειδή οι πυροβολισμοί τα τρόμαζαν κι εκείνα προλάβαιναν να φύγουν.
Κι ύστερα απέμειναν τρεις
Πρώτος από τους τέσσερις έφυγε ο στρατιώτης Γιουίτσι Ακάτσου. Βαρέθηκε όλη αυτή την ιστορία και την κοπάνησε τον Σεπτέμβριο του 1949. Οι υπόλοιποι φαντάστηκαν, ότι δεν υπήρχε τρόπος αυτό το εξασθενημένο πλάσμα να επιβιώσει με δικά του μέσα. Κι όμως, χωρίς να το γνωρίζουν,ο Ακάτσου πέρασε μόνος του έξι μήνες πριν παραδοθεί σε Φιλιππινέζους στρατιώτες..Το 1950 οι τρεις γενναίοι βρήκαν ένα σημείωμα που είχε αφήσει ο Ακάτσου, στο οποίο υποστήριζε ότι τον είχαν χαιρετήσει φιλικά αμερικανικά στρατεύματα. Προσπάθησε μάλιστα να οδηγήσει μια ομάδα από αυτούς στα βουνά, αναζητώντας τους συντρόφους του. Ο Ονόντα και οι άνδρες του συμπέραναν αμέσως ότι ο Ακάτσου είχε γίνει συνεργάτης του εχθρού και υποχώρησαν στην άλλη πλευρά του βουνού.
Το 1952 ένα αεροσκάφος έριξε σε πολλά σημεία του νησιού επιστολές και φωτογραφίες από συγγενείς και φίλους των τριών Γιαπωνέζων. Οι στρατιώτες πείστηκαν πια πως με αυτή την εξυπνάδα ο εχθρός είχε εξαντλήσει όλα του τα μέσα. Στα μάτια των εκπαιδευμένων καταδρομέων ήταν μια απάτη και τίποτε περισσότερο.
Πάει κι άλλος ένας
Τον Ιούνιο του 1953 ένα άλλο μέλος της ομάδας, ο δεκανέας Σιμάντα, πυροβολήθηκε στο πόδι κατά την ανταλλαγή πυρών με ψαράδες. Ο Ονόντα φρόντισε το τραύμα του και τον έκανε καλά, όμως στις 7 Μαίου 1954 ο δεκανέας σκοτώθηκε ακαριαία από τα πυρά μιας άλλης ερευνητικής αποστολής, που αναζητούσε τους τρεις άνδρες.
Δέκα μέρες αργότερα τους έριξαν περισσότερα φυλλάδια από αέρος. Ένα μεγάφωνο φώναζε δυνατά «Ονόντα, Κοζούκα, ο πόλεμος τελείωσε». Άλλο ένα κόλπο των Αμερικανών. Οι στρατιώτες ήταν σίγουροι πως ο πόλεμος συνεχιζόταν και σκόπευαν να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατο του Σιμάντα. Ο Ονόντα κι ο Κοζούκα δεν αμφέβαλλαν, πως κάποια στιγμή οι Γιαπωνέζοι θα έκαναν απόβαση στο νησί και θα το έπαιρναν πίσω από τους Αμερικανούς.
Μια-μέρα ο ίδιος ο αδελφός του Ονόντα πήρε ένα μικρόφωνο και τον παρακάλεσε να παραδοθεί. Λόγω της μεγάλης απόστασης ο Ονόντα δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του ομιλητή και αποφάσισε πως οι Αμερικανοί το είχαν παρατραβήξει στην προσπάθεια τους να τον κοροϊδέψουν. Οι δυο στρατιώτες πίστευαν πως οι Αμερικανοί βρήκαν κάποιον με την ίδια σωματική διάπλαση και τη φωνή του αδελφού του Ονόντα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν συμμέτοχος στην απάτη!
Προσπαθήστε να μπείτε στην λογική τους. Πρώτον, είχαν εκπαιδευτεί να αντιμετωπίζουν τα πάντα με καχυποψία. Δεύτερον, ήταν σφηνωμένο στο μυαλό τους ότι ο πόλεμος θα χρειαζόταν 100 χρόνια για να κερδηθεί και ότι η Ιαπωνία δεν θα παραδινόταν μέχρι να σκοτωθεί και ο τελευταίος Γιαπωνέζος πολίτης. Απο την στιγμή που πίστευαν ότι υπάρχουν ακόμη ζωντανοί Γιαπωνέζοι, ο πόλεμος έπρεπε να συνεχίζεται.
Όποτε χρειάζονταν κρίσιμα για την επιβίωσή τους εφόδια, οι δύο άνδρες τα «επίτασσαν» από τους νησιώτες. Εσείς κι εγώ μπορεί να το αποκαλούσαμε ένοπλη ληστεία, εφόσον όμως θεωρούσαν οτι βρίσκονται σε καιρό πολέμου, πίστευαν πως οι πράξεις τους ήταν αποδεκτές. Οι νησιώτες τούς είχαν δώσει πολλά ονοματα, όπως οι «ληστές των ορέων» και οι «διάβολοι των ορέων». Οι ντόπιοι είχαν κάθε λόγο να τους φοβούνται από τη στιγμή που αρκετοί από αυτούς είχαν τραυματιστεί ή και σκοτωθεί σε αψιμαχίες με τους δύο φαντάρους.
Στο τέλος του 1965 ο Ονόντα και ο Κοζούκα επίταξαν ένα τρανζίστορ κι άκουσαν τα νέα από το Πεκίνο. Με το μυαλό τους να παραμένει παγιδευμένο στα χρόνια του πολέμου και στο 1945, δεν πίστεψαν ούτε λέξη από όσα άκουσαν αναφορικά με την στρατιωτική κατάσταση και τις διεθνείς σχέσεις. Αυτό δεν τους εμπόδισε να παρακολουθούν τις ιπποδρομίες και να αντιληφθούν πως η Ιαπωνία είχε εξελιχθεί σε μεγάλη βιομηχανική δύναμη.
Ο τελευταίος των Μοϊκανών
Κάθε χρόνο, στο πλαίσιο της στρατιωτικής τους αποστολής ο Ονόντα και ο Κοζούκα έκαιγαν τους σωρούς ρυζιού, που είχαν μαζέψει οι αγρότες. Την ίδια δουλειά έκαναν και στις 19 Οκτωβρίου 1972, οπότε αποφάσισαν να κάψουν κι έναν τελευταίο, μικρό σωρό, προτού συνεχίσουν τον δρόμο τους. Αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Οι αστυνομικοί έφτασαν εκεί με την άνεσή τους και πυροβόλησαν τον Κοζούκα δυο φορές. Μια από τις σφαίρες του τρύπησε την καρδιά και τον σκότωσε.
Ο Ονόντα χάθηκε για μια ακόμη φορά προς τα δάση. Αποφάσισε πως όταν ξαναβρεί εχθρό μπροστά του θα του ρίξει στο ψαχνό. Οι ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα και οι ρίψεις φυλλαδίων συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ένταση. Ομάδες αναζήτησης άφηναν πίσω τους περιοδικά κι εφημερίδες, πολλές από τις οποίες περιέγραφαν την απίστευτη κηδεία του Κοζούκα, πίσω στην Ιαπωνία. Ουδείς εξεπλάγη όταν ο Ονόντα δεν «μάσησε» ούτε αυτή την φορά.
Ο Σουζούκι έφυγε, αλλά υποσχέθηκε πως θα επιστρέψει. Και το έκανε.
Στις 9 Μαρτίου 1974 ο Ονόντα πήγε σε μια συμφωνημένη τοποθεσία και βρήκε ένα σημείωμα που του είχε αφήσει ο Σουζούκι. Μαζί με το σημείωμα ο νεαρός είχε εσωκλείσει στον φάκελο και δυο φωτογραφίες από την πρώτη τους συνάντηση, μαζί με αντίγραφα δύο στρατιωτικών διαταγών. Την επομένη ο Ονόντα αποφάσισε να το ρισκάρει κι έκανε δυο μέρες δρόμο για να συναντήσει τον Σουζούκι. Αποζημιώθηκε με το παραπάνω για τον ποδαρόδρομο. Ο Σουζούκι είχε φέρει μαζί του τον πρώην διοικητή του Ονόντα, ταγματάρχη Τανιγκούτσι, ο οποίος διαβίβασε στον Ονόντα την προφορική διαταγή να καταθέσει τα όπλα.
Πάντως, το μυαλό του βρισκόταν ακόμη στην Ιαπωνία του 1944 κι αυτά που έβλεπε δεν του άρεσαν. Αφού εξέδωσε τα απομνημονεύματά του, μάζεψε τη νεοαποκτηθείσα περιουσία του και μετανάστευσε στην Βραζιλία για να βόσκει κοπάδια. Αργότερα παντρεύτηκε με Γιαπωνέζα και γύρισε στην πατρίδα του για να ιδρύσει μια παιδική κατασκήνωση στη φύση, η οποία λειτουργεί ως τις μέρες μας. (Να είστε βέβαιοι πως είχε μεγάλη εμπειρία από τη φύση).
~ Από το βιβλίο του Στιβ Σίλβερμαν «Το ψυγείο του Αινστάιν
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com