Γεράσιμος Καζαντζίδης: Ο τρίτος Έλληνας νεκρός του «Norman Atlantic»

«Αναγνώρισα το Σάββατο το πτώμα του πατέρα μου, δε μπορώ ακόμη να το πιστέψω»

«Έφυγε ο πατέρας μου, ακόμη δεν πιστεύω ότι πήγα στην Ιταλία Σάββατο βράδυ και αναγνώρισα το πτώμα του. Δεν μπορώ ακόμη να συνέλθω, να πιστέψω ότι ο πατέρας μου έφυγε έτσι από τη ζωή. Θέλω όσο τίποτα άλλο να πληρώσουν όσοι ευθύνονται για τον χαμό του, δεν θα ησυχάσω αν δεν δικαιωθεί η μνήμη του πατέρα μου». Λόγια αγανάκτησης που μπερδεύονται με δάκρυα θρήνου για τον 55χρονο Πειραιώτη, τον Γεράσιμο Καζαντζίδη. Ο γιος του Δημήτρης περιγράφει όλα όσα έζησε ο ίδιος και η οικογένειά του όλες αυτές τις φρικτές ημέρες που ήλπιζαν ότι θα μάθουν κάτι νέο για τον αγνοούμενο πατέρα τους, ότι κάποια στιγμή θα χτυπούσε το τηλέφωνο και θα τον άκουγαν. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ.

«Θυμάμαι την τελευταία φορά που άκουσα τη φωνή του, μου έλεγε, ότι το πλοίο είχε πάρει φωτιά και μου ζητούσε να ειδοποιήσω τους αρμόδιους διότι η κατάσταση φαινόταν σοβαρή, αυτός ήταν που στο τελευταίο του τηλεφώνημα διαβεβαίωσε και εμένα και τη μάνα μου ότι έχει επιβιβαστεί σε σωστική λέμβο. Περιμέναμε, περιμέναμε, κανένας δεν μας έλεγε τίποτα. Μέχρι που μάθαμε τα μαντάτα… Πήγα στην Ιταλία και σχεδόν μηχανικά απλά αναγνώρισα το πτώμα του…», θα πει ο γιος του και θα ξεσπάσει σε κλάματα.

Ο κύριος Μάκης όπως τον φώναζαν όλοι, γέννημα θρέμμα Πειραιώτης παντρεύτηκε μικρός από έρωτα. Πάλεψε με τις δυνάμεις του όλα αυτά τα σχεδόν 40 χρόνια νύχτα μέρα, χωρίς γιορτές και αργίες, χωρίς διακοπές αλλά με πολλή αγάπη για τη δύσκολη δουλειά του, οδηγός σε φορτηγό – ψυγείο. Αγωνιζόταν για να μη λείψει τίποτα στην οικογένειά του, την αγαπημένη του σύζυγο Αναστασία και τα δυο του παιδιά, τον Δημήτρη και τη Λίζα. Ο γιος του θυμάται τι είχε συμβεί λίγες ημέρες πριν το τελευταίο ταξίδι του πατέρα του.

«Δεν θέλαμε να τον αφήσουμε να πάει για δουλειά αυτά τα Χριστούγεννα, θέλαμε επιτέλους μετά από τόσα χρόνια σκληρής εργασίας να τον χαρούμε λίγο και εμείς, όλα αυτά τα χρόνια έτρεχε για εμάς, για την οικογένειά του, να μη μας λείψει τίποτα, στα παιδιά του και στη γυναίκα του πάνω από όλα».

Θυμάται με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα ο πατέρας του, του περιέγραφε την εφιαλτική εκείνη νύχτα μιλώντας του στο τηλέφωνο. «Πρέπει να ήταν 05.45 όταν ο πατέρας μου πήρε τηλέφωνο στο σπίτι για να πει στη μάνα μου τι τρέχει, ότι δηλαδή το πλοίο έχει πιάσει φωτιά. Εκείνη ήταν η πρώτη που του μίλησε, αναστατώθηκε, μας πήρε τηλέφωνο, τρέξαμε σπίτι να δούμε τι γίνεται. Ξαναμιλήσαμε μαζί του, ήταν ψύχραιμος, έλεγε παιδιά μην ανησυχείτε, όλα θα πάνε καλά. Εμείς είχαμε χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μας. Λίγη ώρα μετά ξαναμιλάμε μαζί του, αφού βέβαια είχαμε αναστατώσει τους πάντες, μέχρι το κέντρο επιχειρήσεων ψάξαμε και βρήκαμε για να μάθουμε τι γίνεται, μας τηλεφωνεί ο πατέρας μου, εγώ του μίλησα, μου λέει Δημήτρη, ηρέμησε αγόρι μου, μας βάζουνε σε μία σωστική λέμβο, όλα καλά θα πάνε παιδί μου, σας αγαπώ πολύ, μπόρα ήταν και πέρασε».

Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που άκουσε τη φωνή του. Ο γιος του καταλήγει σημειώνοντας ότι θέλει να πληρώσουν αυτοί που ευθύνονται για αυτή την τραγωδία που κόστισε τη ζωή στον πατέρα του αλλά και σε άλλους ανθρώπους βυθίζοντας σε πένθος βαρύ οικογένειες.

protothema.gr

Exit mobile version