Την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα με το καθεστώς των κεφαλαιακών ελέγχων προσπαθεί να εξηγήσει ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, ο οποίος υποστηρίζει πως στη χώρα μας υπάρχει διπλό νόμισμα.
Σε άρθρο του στο Project Syndicate, ο κ. Βαρουφάκης κάνει αναφορά στο παράδειγμα ενός καταθέτη στην Αριζόνα, ο οποίος επιτρέπεται να κάνει ανάληψη μόνο μικρών χρηματικών ποσών κάθε βδομάδα και αντιμετωπίζει περιορισμούς σχετικά με το πόσα χρήματα θα μπορούσε να τραβήξει σε τραπεζικό λογαριασμό στην Καλιφόρνια.
Όπως τονίζει, οι «εν λόγω έλεγχοι κεφαλαίων, αν ποτέ έρθουν, θα σημάνουν το τέλος του δολαρίου ως ένα ενιαίου νομίσματος, διότι τα εν λόγω capital controls είναι εντελώς ασύμβατα με μια νομισματική ένωση».
Αναφερόμενος χώρα μας, παραθέτει ένα αναλυτικότερο παράδειγμα, σημειώνοντας, ότι «η Ελλάδα σήμερα, (και η Κύπρος πριν από αυτή), προσφέρει μια περιπτωσιολογική μελέτη για το πώς οι έλεγχοι κεφαλαίου διακλαδώνουν ένα νόμισμα και στρεβλώνουν τα επιχειρηματικά κίνητρα».
«Μόλις οι καταθέσεις σε ευρώ φυλακίζονται μέσα σε ένα εθνικό τραπεζικό σύστημα, το νόμισμα χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο: τράπεζα ευρώ (BE) και το χαρτί, ή δωρεάν ευρώ (FE). Ξαφνικά, μια άτυπη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων αναδύεται» συνεχίζει και προσθέτει:
Σκεφτείτε έναν Έλληνα καταθέτη να επιθυμεί να μετατρέψει ένα μεγάλο ποσό της ΒΕ σε FE (ας πούμε, να πληρώσει για τις ιατρικές δαπάνες στο εξωτερικό, ή να ξεπληρώσει ένα χρέος της εταιρείας σε μια μη-Ελληνική οντότητα).
Υποθέτοντας ότι καταθέτες βρίσκουν πρόθυμους κατόχους FE, οι οποίοι επιθυμούν να αγοράσουν τα BE τους, τότε προκύπτει μια ουσιαστική συναλλαγματική ισοτιμία, που ποικίλει ανάλογα με το μέγεθος της συναλλαγής, με τους κατόχους της BE να έχουν μια σχετική ανυπομονησία για το πόσο θα διαρκέσουν τα capital controls.
Όπως τονίζει ο κ. Βαρουφάκης στις 18 Αυγούστου, «λίγες εβδομάδες βγήκαν οι τράπεζες από την πρίζα της στην Ελλάδα (καθιστώντας έτσι τα capital controls αναπόφευκτα), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ελληνικό υποκατάστημα της, η Τράπεζα της Ελλάδα, στην πραγματικότητα επισημοποίησαν ένα νομισματικό καθεστώς διπλού νομίσματος».
«Ένα κυβερνητικό διάταγμα αναφέρει ότι μεταβίβαση της πρόωρης, μερικής ή ολικής προπληρωμής ενός δανείου σε ένα πιστωτικό ίδρυμα απαγορεύεται, εξαιρουμένης της αποπληρωμής με μετρητά ή εμβασμάτων από το εξωτερικό» συνεχίζει και προσθέτει:
Οι αρχές της ευρωζώνης επέτρεψαν έτσι στις ελληνικές τράπεζες να αρνηθούν στους πελάτες τους το δικαίωμα να αποπληρώσουν τα δάνεια ή τις υποθήκες σε BE, ενισχύοντας έτσι την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ΒΕ-FE.
Και με το να συνεχίζουν να επιτρέπουν τις πληρωμές των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών να γίνουν στο Βέλγιο, ενώ να συνταγογραφεί FE ως ξεχωριστό, πιο σκληρό νόμισμα, το μοναδικό που μπορεί να εξαλείψει το χρέος της εμπορικής τράπεζας, οι αρχές της Ευρώπης αναγνώρισαν πως η Ελλάδα έχει τώρα δύο τύπους ευρώ.
Όπως επισημαίνει, «οι πραγματικές επιπτώσεις του καθεστώτος του διπλού νομίσματος στην οικονομία και την κοινωνία στην Ελλάδα μπορεί να φανεί μόνο από τις ολέθριες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και τις «μεταρρυθμίσεις» (κυρίως αυξήσεις φόρων, μειώσεις συντάξεων και άλλων συσταλτικών μέτρων) που επιβλήθηκαν στη χώρα από τις αρχές της ευρωζώνης».
Στη συνέχεια ο πρώην υπουργός Οικονομικών παραθέτει συγκεκριμένο παράδειγμα:
Οι εταιρείες στην Ελλάδα εμπίπτουν γενικά σε δύο κατηγορίες.
Στη μία κατηγορία είναι ένας μεγάλος αριθμός μικρών επιχειρήσεων υπό την ασφυκτική ζήτηση των φορολογικών υπηρεσιών που πληρώνουν προκαταβολικά, και αμέσως, το 100% του εταιρικού φόρου του επόμενου έτους (όπως υπολογίζεται από τις φορολογικές αρχές).
Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει εισηγμένες εταιρείες των οποίων ο κύκλος εργασιών είναι σε ύφεση και θέτει σε κίνδυνο την ήδη μειωμένη τιμή μεριδίου τους και τη θέση τους με τις τράπεζες, τους προμηθευτές και τους πιθανούς πελάτες.
Η συνύπαρξη, στην ίδια ύφεση της οικονομίας, των δύο αυτών τύπων επιχειρήσεων δημιουργεί απροσδόκητες ευκαιρίες για σκιερές συναλλαγές, χωρίς τις οποίες αμέτρητες επιχειρήσεις μπορεί να κλείσουν οριστικά.
Μια ευρέως διαδεδομένη πρακτική περιλαμβάνει δύο επιχειρήσεις, τις οποίες ας τις ονομάσουμε, Micro (μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση που αντιμετωπίζει μια μεγάλη προκαταβολή φόρου) και Macro (μια εισηγμένη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που πρέπει να επιδεικνύουν υψηλότερο κύκλο εργασιών από ό, τι έχει).
Η Macro συμφωνεί να εκδίδει τιμολόγια για τα (ανύπαρκτα) αγαθά ή υπηρεσίες που παρέχονται σε πολύ μικρές, μέχρι, ας πούμε, 20.000 ευρώ.
Η Micro συμφωνεί να πληρώσει 24.600 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό της Macro (η τιμή συν 23% του φόρου προστιθέμενης αξίας) με την προϋπόθεση ότι η Macro θα επιστρέψει το ποσό των 20.000 ευρώ στη Micro.
Με αυτό τον τρόπο, με κόστος 4.600 ευρώ, η Micro μειώνει το φορολογητέο εισόδημα της κατά 24.600 ευρώ, ενώ η Macro ενισχύει τον κύκλο εργασιών της κατά 20.000 ευρώ.
Αλίμονο, λόγω των ελέγχων κεφαλαίου, η Macro να μη μπορεί να αποπληρώσει τη Micro σε FE, ούτε να καταθέσει στο λογαριασμό της 20.000 σε ΒΕ, (υπό τον φόβο να βρεθούν από τις αρχές).
Έτσι, για να επισφραγίσει τη συμφωνία, η Micro και η Macro προσεγγίζουν έναν πιο πλούσιο σε μετρητά προμηθευτή.
Το γεγονός είναι πως αυτή η άτυπη συμφωνία προς όφελος όλων των πλευρών, εκθέτει τη φοβερή αναποτελεσματικότητα της τρέχουσας δημοσιονομικής πολιτικής και δεν μπορεί να ελέγξει τις κινήσεις κεφαλαίων.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών, αναφέρει πως ο μοναδικός λόγος που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα το περασμένο καλοκαίρι τα capital controls, ήταν να αναγκαστεί η κυβέρνηση, να συνθηκολογήσει στις αποτυχημένες πολιτικές της Ευρωζώνης.
Παράλληλα, σημειώνει ότι τα capital controls είναι ένας τρόπος να επισημοποιηθεί η χρήση των δύο παράλληλων νομισμάτων, ενώ τονίζει πως η φορολόγηση ως τιμωρία, έρχεται ως απόρροια της άρνησης της Ευρώπης να αναγνωρίσει τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Πηγή: newpost.gr