Τι απόφαση ακυρώνει τον ΕΝΦΙΑ και τι προβλέπεται για αποζημίωση από τον φόρο ακινήτων;
Απόφαση-κόλαφος για τον ΕΝΦΙΑ που ανατρέπει πολλά δεδομένα για τον φόρο ακινήτων.
Μια απόφαση ανοίγει τον δρόμο σε εκατομμύρια φορολογουμένους–με τη σφραγίδα, μάλιστα, του Συμβουλίου Επικρατείας– να αμφισβητήσουν το φόρο των ακινήτων τους προσκομίζοντας οι ίδιοι αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία η φορολογική διοίκηση, με βάση την απόφασή του, θα πρέπει να αποδεχτεί και να συνεκτιμήσει.
Πρόκειται για την υπ’ αριθμόν 86/15 απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, η οποία ελήφθη, μάλιστα, σε πιλοτική δίκη, η οποία, όπως εκτιμούν έμπειροι νομικοί, ανοίγει διάπλατα τον δρόμο της διεκδίκησης αποζημίωσης για τους Έλληνες πολίτες σχετικά με τον εξοντωτικό και εξωπραγματικό φόρο ακινήτων που πλήρωσαν τόσα χρόνια.
Η σημαντικότητα της απόφασης εδράζεται στο ότι, πλέον, η διεκδίκηση αποζημίωσης δεν θα στηρίζεται στη διαφορά στις αντικειμενικές αξίες, αλλά στην εκτίμηση ορκωτού εκτιμητή για την πραγματική αξία του ακινήτου τους. Το δικαστήριο δέχτηκε για πρώτη φορά στα χρονικά ότι δικαιούται να το πράξει ο φορολογούμενος.
Δεν δικαιούται να απορρίπτει η ΔΟΥ
Όπως εξηγεί ο δικηγόρος Γιάννης Κυριακόπουλος,η απόφαση αυτή του Συβουλίου της Επικρατείας είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, καθώς θίγει την πεμπτουσία του προβλήματος του προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, όχι περιστασιακά, ούτε με βάση το εάν η εκάστοτε αντικειμενική αξία οφείλει να προσαρμόζεται ή όχι, όπως έκριναν άλλες συναφείς αποφάσεις:
Αυτό που αναδεικνύεται είναι η δυνατότητα του φορολογουμένου να αμφισβητήσειτη φορολογητέα αξία ακινήτων, όπως έχει προσδιοριστεί στο εκκαθαριστικό σημείωμα-δήλωση ΦΑΠ βάσει του αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού αγοραίας αξίας, και, στη συνέχεια, να ζητήσει από το δικαστήριο, με προσφυγή του κατά της σχετικής απορριπτικής πράξης του προϊσταμένου της αρμόδιας ΔΟΥ, τον εκ μέρους του προσδιορισμό της, προσκομίζοντας την εκτίμηση επαγγελματία ορκωτού εκτιμητή, η οποία θα διεξαχθεί με τα κριτήρια της εκτιμητικής επιστήμης
Ισχύουν στην Ευρώπη
Οι Έλληνες φορολογούμενοι ζητούσαν, λοιπόν, από το Συμβούλιο της Επικρατείας τα αυτονόητα, που ισχύουν στο διεθνές στερέωμα:Σημειωτέον ότι οι αντίστοιχες φορολογικές νομοθεσίες στο εξωτερικό (ειδικά στις ΗΠΑ και στη Γαλλία) προβλέπουν πάντα το δικαίωμα του φορολογουμένου να αμφισβητεί την αξία που υπολόγισε η φορολογική αρχή για ένα ακίνητο.
Άλλωστε, όπως εξηγεί ο κ.Κυριακόπουλος,ο υπολογισμός της αξίας των ακινήτων για τον ΕΝΦΙΑ δεν είναι ίδιος με την «αντικειμενική αξία» που εφαρμόζουν οι συμβολαιογράφοι ή οι λογιστές και στηρίζεται αποκλειστικά στις πληροφορίες που υπάρχουν στις δηλώσεις Ε9.
Αυτός ο τρόπος υπολογισμού δεν είναι διαθέσιμος στον φορολογούμενο και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν έχει εφαρμοστεί σωστά ο νόμος, καθώς μόνο οι υπάλληλοι των ΔΟΥ έχουν πρόσβαση στους συντελεστές, βάσει των οποίων έχει γίνει ο υπολογισμός της αξίας των ακινήτων. Σε κάθε περίπτωση,όμως, ο κάθε φορολογούμενος δικαιούται να φορολογηθεί στην πραγματική αξία του ακινήτου του.
Το σκεπτικό
Το δικαστήριο, λοιπόν, ήρθε και ξεκαθάρισε πως,πλέον, ο φορολογούμενος μπορεί να αντιλέγει βασίμως σε αυτό που θεωρεί το κράτος«αξία του ακινήτου του». Αναφέρει, στο σκεπτικό του, στο υπ’ αριθμόν 9:«Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί, οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 δεν είναι αντίθετες με το Σύνταγμα, αφού με αυτές δεν θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της αξίας των εν λόγω ακινήτων, δεδομένου ότι ο φορολογούμενος δύναται με δική του πρωτοβουλία να αποστεί από την εφαρμογή του αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της αγοραίας αξίας, ζητώντας από το δικαστήριο, κατά την παράγραφο 6 της ως άνω διατάξεως, τον εκ μέρους του προσδιορισμό της.
Κατ” αναλογία, και οι διατάξεις των άρθρων 32 και 34 του ν. 3842/2010,με τις οποίες, επίσης, παρέχεται στον φορολογούμενο η δυνατότητα να αμφισβητήσει τη φορολογητέα αξία ακινήτων όπως έχει προσδιοριστεί στο εκκαθαριστικό σημείωμα-δήλωση ΦΑΠ, βάσει του αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού αγοραίας αξίας και, στη συνέχεια, να ζητήσει από το δικαστήριο, με προσφυγή του κατά της σχετικής απορριπτικής πράξης του προϊσταμένου της αρμόδιας ΔΟΥ, τον εκ μέρους του προσδιορισμό της, δεν είναι, κατά το μέρος αυτό, αντίθετες με το Σύνταγμα.
Διά ταύτα, επιλύει το ζήτημα που του τέθηκε παραδεκτώς ως εξής: Εφόσον ο φορολογούμενος, ο υποκείμενος σε φόρο ακίνητης περιουσίας, έχει τη δυνατότητα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 32 και 34 του ν. 3842/2010, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 4 της κατ” εξουσιοδότηση του άρθρου 34 παρ.6 του νόμου τούτου (ν. 3842/2010) εκδοθείσης ΠΟΛ 1225/24.12.2012 απόφασης του υφυπουργού Οικονομικών (Β 3573) [όπως τροποποιήθηκε με την ΠΟΛ 1188/30.7.2013 όμοια (Β 1919)],να αμφισβητήσει με προσφυγή του στο διοικητικό δικαστήριο το ύψος της αντικειμενικής αξίας του βαρυνόμενου με τον ως άνω φόρο ακινήτου του, η ως άνω ρύθμιση δεν αντίκειται στο Σύνταγμα».