Ένας τσοπάνης αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα να δει πως είναι επιτέλους η μεγαλούπολη. Πάει σε ένα ξενοδοχείο και νοικιάζει ένα δωμάτιο.
Το βράδυ που κοιμόταν, ξαφνικά εμφανίζονται δυο γκόμενες από το σκοτάδι και αρχίζουν να τον χαϊδολογούν, χωρίς να έχει άλλη επιλογή ο τσοπάνης, τι να κάνει, τις πηδάει.
Την άλλη μέρα πάει στη ρεσεψιόν να πληρώσει για το δωμάτιο.
– »Τι χρωστάω?» λέει ο Βλάχος.
– »Χρωστάς?», λέει ο υπάλληλος, »πάρε και 30 χιλιάρικα!». Ξαφνιασμένος ο τσοπάνης πηγαίνει στο χωριό για να πει τι του έτυχε στην πρωτεύουσα. Πηγαίνει στο καφενείο και λέει με υπερηφάνεια τι του είχε συμβεί, όμως κανείς δεν τον πίστευε. Λέει ο Βλάχος αφού δε με πιστεύετε στείλτε το δήμαρχο στην Αθήνα στο ίδιο ξενοδοχείο να διαπιστώσει αν είναι αλήθεια τα λεγόμενα μου.
Πράγματι πάει ο Δήμαρχος στο ίδιο μέρος. Το βράδυ που κοιμόταν πετάγονται μέσα απο το σκοτάδι δύο γκομενάρες και τον χαϊδολογάνε. Τι να κάνει ο άμοιρος (αν και παντρεμένος) τις πηδάει. Πάει να πληρώσει την άλλη μέρα:
Δήμαρχος: »Τι χρωστάω?»
Υπάλληλος: »Χρωστάς?», »Πάρε και 30 χιλιάρικα».
Ενθουσιασμένος ο δήμαρχος πάει και λέει τα νέα στο καφενείο του χωριού, μα και πάλι κανείς δεν τον πίστευε. Αγανακτισμένος ο δήμαρχος λέει:
– »Αφού δε με πιστεύετε στείλτε τον παπά του χωριού».
Με τα χίλια ζόρια τον ψήνουν τον παπά και πάει (σίγουρος για το αντίθετο απο τα λεγόμενα) πάει στο ίδιο ξενοδοχείο. Το βράδυ που κοιμάται πετάγονται δύο γυναικάρες τον χαϊδολογάνε. Τι να κάνει ο παπάς υποκύπτει ενώπιον του Κυρίου. Την άλλη μέρα πάει να πληρώσει:
Παπάς: »Τι χρωστάω τέκνον μου?
Υπάλληλος: »Χρωστάς?», »Πάρε και 100 χιλιάρικα.»
Παπάς: »Μα γιατί τέκνον μου εμένα μου έδωσες 100 χιλιάρικα και στους άλλους δύο που ήρθαν 30?» και απαντάει ο υπάλληλος:
– »Τι να κάνουμε πάτερ, πρώτη φορά γυρνάμε τσόντα με παπά».